κλυτοφεγγής

κλυτοφεγγής
κλῠτο-φεγγής, ές,
A brightly-beaming, Man.2.148.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • κλυτοφεγγεῖς — κλυτοφεγγής brightly beaming masc/fem acc pl κλυτοφεγγής brightly beaming masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”